- ψαλιδοκέρι
- το, Ν1. ειδικό ψαλίδι για την κοπή τού καμένου φιτιλιού τού κεριού2. μτφ. α) (κατά τους χρόνους τής Ελληνικής Επανάστασης) (σκωπτ.) το ανδρικό ευρωπαϊκό σχιστό ένδυμα, το φράκο, και, γενικά, η ευρωπαϊκή ενδυμασίαβ) (κατ' επέκτ.) αυτός που φορούσε τέτοιο ένδυμαγ) επιπόλαιοςδ) επιδειξίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίδι + κερί (πρβλ. βουλο-κέρι)].
Dictionary of Greek. 2013.